- θεάθηκε
- θεάθηκε - θεάθηκαν (να θεαθεί, κατά το αποπειράθηκα, βλ. πίν. 99
, γ' πρόσ. αόρ. του αρχ. ρ. θεώμαι)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αθέατος — η, ο (Α ἀθέατος, ον) [θεῶμαι] αυτός που δεν θεάθηκε ή δεν είναι δυνατόν να θεαθεί, μη θεατός, αόρατος, μυστικός, κρυφός αρχ. αυτός που δεν βλέπει κάτι, ο τυφλός … Dictionary of Greek
νεόβλεπτος — νεόβλεπτος, ον (Α) αυτός που θεάθηκε μόλις πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βλεπτος (< βλέπω), πρβλ. περί βλεπτος] … Dictionary of Greek
θεώμαι — θεάθηκα 1. βλέπω: Ο νους θεάται τις ιδέες. – Θεάθηκε σε ύποπτο χώρο. 2. φρ., «για το θεαθήναι», για τα μάτια του κόσμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)